«Οι κραυγές της σιωπής», είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Τάσου Σταυρακέλη, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2011 από τις εκδόσεις ΛΕΞΙΤΥΠΟΝ.
Ποίηση ερωτική, που αναβλύζει την ασίγαστη επιθυμία για επιβίωση, στις μετωπικές των συναισθημάτων, είναι η γραφή του. Εσωτερικά τοπία που αφηγούνται, επαναπροσδιορίζοντας προαιώνιους φόβους και δισταγμούς, σε κρυφούς πόθους. Μικρά ουράνια τόξα, που καταδιώκουν και καταδιώκονται από σιωπηλές βροχές, με ταξίδια στο όνειρο. Αμετάφραστοι στίχοι κρυπτογραφούν χρώματα στα ιδεοδρόμια της λύπης.
Δεν είναι εύκολο για τον ποιητή, να αποκαλύψει τους ναυαγισμούς της ψυχής, στους ωκεανούς των αισθημάτων. Είναι εκείνος, που κοινωνεί στα σκοτάδια, την ελάχιστη ελπίδα για φως, που δίνουν χαμόγελα φωτεινά και χέρια ζεστά. Διαμελίζεται στη λάμψη, επιπλέοντας στο σκοτάδι της μοναξιάς, με αγορασμένα αποτυπώματα σε σεντόνια, κρατώντας το λίγο μιας επαφής.
Πάντα ο ίδιος κόμπος στον λαιμό, όταν αδέσποτες νύχτες ματώνουν εκείνο που φεύγει νωρίς, χωρίς να προλάβει να το γνωρίσει. Αποκωδικοποιεί υποσχέσεις κομματιασμένες με σιωπές που πληγώνουν. (Α)-συνήθη παραγγέλματα ακροβατούν ανάμεσα σε λόγια φτηνά κι αστεία γνωστά. Κι είναι η ψυχή που ζητάει να γαληνέψει στις παγωμένες περιπολίες. Ανταριάζεται με δανεικές χαρές, ρουφώντας αλύπητα τον δροσερό αέρα μιας ψεύτικης και δηλητηριασμένης αγκαλιάς.
Αιωρήσεις που δεν αντέχουν σπίθες ματιών σαν φέγγουν σκοτάδια. Σαν Μαύρο πουλί που γλιστρά απαλά, για να πετάξει στην πιο βαθιά νύχτα. Κραυγές που θρέφουν την σάρκα στις αιχμαλωσίες του χρόνου, εγκλωβίζονται στους ιστούς μιας αράχνης αμνήμονης στο παρελθόν της αβύσσου. Προσκυνητές του εφήμερου, με αγοραίους έρωτες να εξαγνίζουν αμαρτωλά κορμιά αθωώνοντας πόθους στις μοναχικές εγκαταλείψεις.
ΓΕΡΙΚΑ ΣΚΑΡΙΑ
Γέρικα σκαριά.
Ναυαγισμένες ζωές
που χτύπησαν ξέρες.
Πρόσωπα αυλακωμένα
από του χρόνου το λεπίδι,
που κρέμονται ακόμα
από τα ξέφτια μιας ελάχιστης ελπίδας,
σαν μαριονέτες σ’ ένα θέατρο παραλόγου.
Που δεν αποζητούν χειροκρότημα
μα μονάχα ένα δικό σου χαμόγελο ζεστό…
Αποτεφρωμένες μνήμες, ηδονικές, που αγαπούν ένα ψέμα καίγοντας σκιές στα κρεβάτια της λήθης. Γιατί έξω από το δίκαιο κι από το άδικο ορίζονται τα συναισθήματα. Άλλωστε οι σκιές δεν ορίζουν φεγγάρια ολόγιομα σε ασέληνες νύχτες. Σε απατηλά βράδια, σώματα λατρεύονται, για μια νύχτα μόνον στις περιπέτειες της αποπλάνησης.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Έβγαλα από το μπαούλο της ψυχής μου
σεργιάνι στους αφιλόξενους δρόμους
της γκρίζας πόλης,
όλα τα θέλω μου
κάτω απ’ τ’ αστέρια
σκότωσα όλα τα πρέπει και τα μη,
και με το αίμα τους έγραψα
στο τετράδιο της καρδιάς μου
την λέξη «ελευθερία».
Έσπασα τα δεσμά μου.
Γιατί η ελευθερία δεν φορά χειροπέδες
και φίμωτρα…
Λεηλατημένοι σπαραγμοί από αλυσοδεμένα φαντάσματα, κρύβονται σε γιορτές, σε νικητήριους θανάτους πνιγμένους μόλις σε μια σταγόνα ευτυχίας. Κι ούτε λόγος για αγάπη, για φτερά που θέλησαν να υψώσουν το λάβαρο του έρωτα πάνω από τα θραύσματα του πάθους. Τρικυμισμένοι εραστές θα ναυαγήσουν άλλη μια νύχτα στους όρμους της θλίψης.
ΑΤΙΤΛΟ
Πόθοι κρυφοί.
Κρύφτηκαν και πάλι
σε σώματα πυρωμένα,
σε μάτια υγρά
κουρνιασμένα σε λευκά σεντόνια.
Για ένα ταξίδι στης ηδονής
στα μαγεμένα μέρη
σαν πεταλούδα που στο πρώτο φως
της μέρας, θα καούν,
αφήνοντας μόνο τον ήχο
απ’ το τελευταίο τους
φτερούγισμα…
Έκπτωτοι άγγελοι πιασμένοι στην απόχη των λυγμών. Με την μοναξιά να λιώνει, να ματώνει τα σπασμένα φτερά τους, στους καθεδρικούς ναούς της θλίψης. Κυλούν αιμάτινες στάλες στα τζάμια, στις εικόνες των κολασμένων άγιων της αγάπης. Στου πυρετού το ψέμα αναζητούν «φυσαλίδες επιβίωσης», βάζοντας ελπίδα στα πόδια, για να σώσουν και να σωθούν από τους λαβύρινθους της αβεβαιότητας, με την βεβαιότητα πως όλα όσα συμβαίνουν οδηγούν στην Εδέμ της ευτυχίας.
Η ΦΥΓΗ
Μόνος, με τις σταγόνες της βροχής
στο τζάμι να κυλούν,
σαν δάκρυα ενός νεφελώματος
που εσύ έστειλες για να μου
θυμίζει το ταξίδι της φυγής σου.
Χωρίς ίχνη,
σαν σύννεφο που εχάθη
στον γκρίζο ουρανό μιας νύχτας
σκοτεινής χωρίς αστέρια…
Για τον ποιητή η κλωστή που τον δένει γίνεται ποτάμι. Βυθίζεται στις όχθες φιλντισένιας νύχτας χρωστώντας την αθωότητα της ψυχής σε δυο ροδοπέταλα αφημένα γλυκά στα πέταλα της καρδιάς. Η όαση της αγάπης τραγουδισμένη με συναξάρια αντάμωσης τον καλεί σε περίπατο που σεργιανούν χαρές ελευθερίας.
ΙΚΕΤΗΣ
Ικέτης στα πόδια σου
τα ροδοπέταλα της ψυχής μου
θα αποθέσω.
Σε νύχτες
με ματωμένα φεγγάρια,
να πατάς,
στα τρίσβαθα της καρδιάς μου
εσύ να μπαίνεις,
χωρίς κλειδιά κι αποσκευές
τον δρόμο στην καρδιά μου
εσύ τα ορίζεις…
Ο Τάσος Σταυρακέλης καταφέρνει με την ποίηση να ξορκίσει και να κυνηγήσει τους δαίμονές του, αναβιώνοντας μνήμες. Επιθυμεί να εξιλεωθεί από αμαρτήματα σκονισμένων ονείρων στα συρτάρια της απόγνωσης, ως να πνιγεί ξανά σε αιμοστάλαχτα φεγγάρια ερώτων. Δεν χωρούν στην βροχή του «σταγόνες λησμονιάς» που πολύ τον πόνεσαν παρά μόνον στάλες που πλένουν γλυκά τα διαμαντάκια της ψυχής του.